ρούπι

ρούπι
το рупи (мера измерения материи — 8 см. );

§ δεν το κουνάω ( — или κάνω) ρούπι — не двигаться с места, не собираться уходить


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ρούπι" в других словарях:

  • ρούπι — το, Ν 1. παλαιά μονάδα μήκους, το ένα όγδοο τού εμπορικού πήχη, που ισοδυναμούσε με 0,0825 μέτρα 2. φρ. «δεν τό κουνάει ρούπι» δεν μετακινείται από τη θέση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. rup] …   Dictionary of Greek

  • ρούπι — το (λ. τουρκ.), το ένα όγδοο του πήχη ή τα 0,0825 του μέτρου. Φρ., «Δεν το κουνώ ρούπι» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιχάς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κήρυκας του Ηρακλή, είναι γνωστός από το έργο του Σοφοκλή Τραχινίαι. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ηρακλής, μετά την επιτυχία της εκστρατείας της Οιχαλίας, είχε φέρει σπίτι του αιχμάλωτη την πριγκίπισσα της Οιχαλίας,… …   Dictionary of Greek

  • rup — RUP, rupi, s.m. (înv., sec. XVIII) Unitate de măsură a lungimii, egală cu o optime de cot (II.). (din tc. rub; cf. rubiá şi ngr. ρούπι, sp. arroba) Trimis de tavi, 13.09.2007. Sursa: DER  rup ( pi), s …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»